Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

βράχνιασα να

  • 1 φωνάζω

    (αόρ. (ε)φώναξα) μετ., αμετ.
    1) кричать; орать, вопить (разг); горланить (прост.);

    βράχνιασα να φωνάζω — я охрип от крика;

    2) кричать (на кого-л.); отчитывать (кого-л.);
    3) перен. взывать, призывать;

    τό αίμα του φωνάζει εκδίκηση — кровь его взывает к мести;

    4) звать; окликать;

    φωνάζω βοήθεια — звать на помощь;

    5) вызывать; приглашать;

    φωνάζω τό γιατρό — вызывать врача;

    6) выкликать, вызывать поимённо, по списку;

    § φωνάζει ο κλέφτης να φύγει ο νοικοκύρης — погов, вор кричит:

    «держи вора»;

    φωνάζουν τ' άγρια να διώξουν τα ήμε- ρα — посл, баламутят воду, чтобы половить рыбку в мутной воде;

    άν δεν φωνάζει το μωρό, δεν το ταΐζει ( — или δεν τοβ δίνει να φάει) η μάνα του — погов, дитя не плачет — мать не разумеет

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φωνάζω

См. также в других словарях:

  • λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… …   Dictionary of Greek

  • βραχνιάζω — βραχνιάζω, βράχνιασα, βραχνιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βραχνιάζω — ιασα, βραχνιασμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να πάθει βραχνάδα: Το πολύ τραγούδι με βράχνιασε. 2. αμτβ., γίνομαι βραχνός, έχω βραχνάδα: Από το κρύο βράχνιασα και έχω βήχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»